- συνεσπουδασμένως
- συνεσπουδασμένως, Adv.A with earnest zeal, Eun.VSp.468 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεσπουδασμένως — with earnest zeal indeclform (adverb) συσπουδάζω make haste together perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεσπουδασμένως — Α επίρρ. με μεγάλη επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεσπουδασμένος τού συσπουδάζω] … Dictionary of Greek